- περσικός
- (I)-ή, -ό / περσικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Πέρσης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Περσία ή στους Πέρσες2. (το θηλ. εν. ως ουσ.) η περσικήη περσική γλώσσανεοελλ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περσικάη περσική γλώσσα2. φρ. «περσική γλώσσα»γλωσσ. η επίσημη γλώσσα τού Ιράν, η οποία ανήκει στον ιρανικό κλάδο τής οικογένειας τών ινδοϊρανικών γλωσσώνμσν.-αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ περσικήη ροδακινιά2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περσικὸντο ροδάκινοαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. το φυτό ελένιο2. το ουδ. εν. ως ουσ. ο περσικός χορός («τέλος δὲ τὸ περσικὸν ὠρχεῑτο», Ξεν.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Περσικάοι Περσικοί Πόλεμοι, οι πόλεμοι μεταξύ Ελλήνων και Περσών4. (το θηλ. ή τό ουδ. πληθ. ως ουσ.) αἱ περσικαί ή τὰ περσικάείδος γυναικείων υποδημάτων, πασουμάκια5. φρ. α) «περσικὸς ὄρνις» — ο κόκοραςβ) «περσική καρύα» — η φουντουκιάγ) «περσικὸν κάρυον» — το φουντούκιδ) «ψιλὴ περσική» — είδος περσικού τάπητα.————————(II)-ή, -όν, Α [Περσεύς]φρ. «Περσικὸς Πόλεμος» — ο πόλεμος εναντίον τού Περσέως, τού βασιλιά τής Μακεδονίας.
Dictionary of Greek. 2013.